- εὐρυπέδιλος
- εὐρῠ-πέδῑλος, ον,A broad-sandalled: broad,
ὁπλή Opp.C.1.288
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁπλή Opp.C.1.288
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευρυπέδιλος — εὐρυπέδιλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους») 2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» πλατιά οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλι πέδιλος, χρυσο πέδιλος) … Dictionary of Greek
εὐρυπέδιλον — εὐρυπέδιλος broad sandalled masc/fem acc sg εὐρυπέδιλος broad sandalled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek